φανερώσει

φανερώσει
φανέρωσις
disclosure
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
φανερώσεϊ , φανέρωσις
disclosure
fem dat sg (epic)
φανέρωσις
disclosure
fem dat sg (attic ionic)
φανερόω
make manifest
aor subj act 3rd sg (epic)
φανερόω
make manifest
fut ind mid 2nd sg
φανερόω
make manifest
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • обличити — ОБЛИЧ|ИТИ (213), ОУ, ИТЬ гл. 1. Раскрыть, обнаружить, выявить, сделать известным: нъ се намъ подобаѥть обличити и гл҃ати... и вамъ лѣпо ѥсть послѹшати того. ЖФП XII, 59в; б҃ѹ бо нашемѹ съвѣсть ѥго ѹтѣснивъшю... осѹждена˫а вьсѣмъ ѹбо чл҃вкомъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έγκλιση — η (AM ἔγκλισις) 1. κλίση, το να γέρνει κάτι 2. γραμμ. α) «εγκλίσεις ρήματος» οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πώς παρουσιάζεται η σημασία του β) «έγκλιση τόνου» η αποβολή τού τόνου μονοσύλλαβων ή δισύλλαβων λέξεων, ο αναβιβασμός του …   Dictionary of Greek

  • ανέξοιστος — ἀνέξοιστος, ον (Α) εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φανερώσει, άρρητος, απόρρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξοιστός (< εκφέρω) «αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκφράσει, να προφέρει»] …   Dictionary of Greek

  • εξωθιό — και εξωθιό (Μ ἐξωθιόν) 1. παραπέρα, ακόμη πιο πέρα («στον κόσμον τούτο κι οξωθιόν ήθελαν φανερώσει τής τύχης μου τής άδικης την σκλεροσύνην τόσην») 2. εκτός από 3. παρά μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. έξωθεν] …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Αγχίσης — I Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας της Τροίας. Η Αφροδίτη τον ερωτεύτηκε όταν τον είδε, ωραιότατο νέο, να βόσκει τα βόδια του πάνω στο βουνό Ίδη της Μικράς Ασίας. Παρουσιάστηκε τότε μπροστά του με μορφή θνητής κόρης. Ο Α. ερωτεύτηκε κι αυτός τη θεά,… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”