обличити — ОБЛИЧ|ИТИ (213), ОУ, ИТЬ гл. 1. Раскрыть, обнаружить, выявить, сделать известным: нъ се намъ подобаѥть обличити и гл҃ати... и вамъ лѣпо ѥсть послѹшати того. ЖФП XII, 59в; б҃ѹ бо нашемѹ съвѣсть ѥго ѹтѣснивъшю... осѹждена˫а вьсѣмъ ѹбо чл҃вкомъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έγκλιση — η (AM ἔγκλισις) 1. κλίση, το να γέρνει κάτι 2. γραμμ. α) «εγκλίσεις ρήματος» οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πώς παρουσιάζεται η σημασία του β) «έγκλιση τόνου» η αποβολή τού τόνου μονοσύλλαβων ή δισύλλαβων λέξεων, ο αναβιβασμός του … Dictionary of Greek
ανέξοιστος — ἀνέξοιστος, ον (Α) εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φανερώσει, άρρητος, απόρρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξοιστός (< εκφέρω) «αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκφράσει, να προφέρει»] … Dictionary of Greek
εξωθιό — και εξωθιό (Μ ἐξωθιόν) 1. παραπέρα, ακόμη πιο πέρα («στον κόσμον τούτο κι οξωθιόν ήθελαν φανερώσει τής τύχης μου τής άδικης την σκλεροσύνην τόσην») 2. εκτός από 3. παρά μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. έξωθεν] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Αγχίσης — I Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας της Τροίας. Η Αφροδίτη τον ερωτεύτηκε όταν τον είδε, ωραιότατο νέο, να βόσκει τα βόδια του πάνω στο βουνό Ίδη της Μικράς Ασίας. Παρουσιάστηκε τότε μπροστά του με μορφή θνητής κόρης. Ο Α. ερωτεύτηκε κι αυτός τη θεά,… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek